-
1 λάϊνος
A of stone or marble,οὐδός Il.9.404
, Od.8.80;τεῖχος Il.12.178
; λάϊνον ἕσσο χιτῶνα thou hadst put on a coat of stone, i.e. hadst been stoned to death, 3.57; of sculpture, Simon.110;λ. τάφος S.OC 1596
;μνῆμα λ. E.El. 328
;ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν Trag.Adesp.44
.2 metaph., stony-hearted,λάϊνε παῖ Theoc.23.20
. [[pron. full] ᾰ only Epigr.Gr.314 (Smyrna, iii A. D.).]
См. также в других словарях:
λάινος — λάϊνος, ΐνη, ον και λαΐνεος, έα, ον (Α) [λάας] 1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαρο («πάντη γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek